1) Στο διήγημα αυτό ο
Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης. Σε ποιο χώρο
τοποθετούνται τα γεγονότα του παρόντος και σε ποιον του παρελθόντος;
Ο ενήλικας – ήρωας του
διηγήματος, ο οποίος αφηγείται τα γεγονότα της ιστορίας, βρίσκεται στην Αθήνα
και εργάζεται ως υπάλληλος ενός σημαντικού δικηγόρου. «Σήμερον ἐξακολουθῶ
νὰ ἐργάζωμαι
ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ
γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις,
τὸν ὁποῖον μισῶ…»
Τα γεγονότα του παρόντος, τα οποία ουσιαστικά καταδεικνύουν τη δυστυχία του
ήρωα, εκτυλίσσονται στην Αθήνα, ενώ τα γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία
τονίζουν την ευτυχία των εφηβικών χρόνων του ήρωα, διαδραματίζονται στη Σκιάθο,
το νησί στο οποίο ο ήρωας γεννήθηκε και έζησε σχεδόν μέχρι τα είκοσι χρόνια
του. «Ἡ τελευταία χρονιὰ ποὺ
ἤμην ἀκόμη
φυσικὸς ἄνθρωπος ἦτον τὸ θέρος ἐκεῖνο τοῦ
ἔτους 187... Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος,
καστανόμαλλος βοσκός, κ᾿ ἔβοσκα τὰς
αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς
τὰ ὄρη
τὰ παραθαλάσσια, τ᾿ ἀνερχόμενα
ἀποτόμως διὰ κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν
τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ
καὶ τοῦ
πελάγους.» Παρόλο που η Σκιάθος δεν κατονομάζεται, είναι σαφές ότι πρόκειται
για το συγκεκριμένο νησί από τις περιοχές που αναφέρει ο ήρωας κι από τις
περιγραφές των διαφόρων περιοχών.
Οι δύο διαφορετικοί χώροι στους οποίους
διαδραματίζονται τα γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος, αποτελούν τους
δύο πόλους μιας έντονης αντίθεσης, την οποία επιχειρεί να καταδείξει ο
συγγραφέας. Από τη μία έχουμε τη μεγάλη πόλη, με τις πολλές ευκαιρίες, η οποία
στην πραγματικότητα δεν μπορεί να προσφέρει σ’ όσους ζουν εκεί την ευτυχία και
τη γαλήνη. Κι από την άλλη έχουμε το πανέμορφο νησί, το οποίο παρά τις
ελλείψεις του, παρέχει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ζήσουν σε απόλυτη
αρμονία με τη φύση, απολαμβάνοντας την ευτυχία που μόνο η συνύπαρξη με το
φυσικό περιβάλλον μπορεί να διασφαλίσει. Ο προσωπικός προβληματισμός του ίδιου
του συγγραφέα που υποφέρει ζώντας στην Αθήνα, αποτυπώνεται στο διήγημα αυτό που
λειτουργεί υποστηρικτικά για τη ζωή στην επαρχία.
Η ομορφιά της Σκιάθου κυριαρχεί σε ολόκληρο το
διήγημα, έστω κι αν εμφανίζεται ως ένα βαθμό εξιδανικευμένη από την έντονα
νοσταλγική διάθεση του ήρωα – αφηγητή, ο οποίος εκφράζει τα συναισθήματα του
συγγραφέα. Από την άλλη η Αθήνα δεν περιγράφεται ως τόπος καθώς ο αφηγητής
επικεντρώνεται μόνο στα αρνητικά συναισθήματα που του δημιουργεί η εκεί
διαβίωσή του.
2) Πώς λειτουργεί στο κείμενο η
εγκιβωτισμένη αφήγηση η οποία αναφέρεται στον πατέρα Σισώη;
Ο πάτερ Σισώης ήταν ένας μοναχός που αγάπησε μια
Τουρκάλα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μοναστική ζωή για χάρη της.
Παντρεύτηκε την αγαπημένη του, αλλά στην πορεία συνειδητοποίησε την αξία που
είχε για εκείνον η αφοσίωσή του στο Θεό, γι’ αυτό κι επέστρεψε στο μοναστικό
βίο. Τη σύντομη αυτή ιστορία εγκιβωτίζει, παρεμβάλλει δηλαδή, στην αρχή κιόλας
της ιστορίας του ο ήρωας – αφηγητής του διηγήματος, καθώς η ιστορία αυτή έχει
σημαντικές αναλογίες με τη δική του ιστορία.
Ο πάτερ Σισώης ακολουθεί μια ζωή
αφιερωμένη στο Θεό, έρχεται όμως αντιμέτωπος με τον πειρασμό -τη νεαρή
Τουρκάλα- και εγκαταλείπει την εκκλησία για να ζήσει μαζί με την αγαπημένη του.
Στο τέλος, όμως, επιστρέφει στην αρχική του αφοσίωση στο Θεό, έχοντας
μετανιώσει για την απομάκρυνσή του από τη μοναστική ζωή. Το σχήμα δηλαδή που
ακολουθεί η ζωή του πατέρα Σισώη είναι: Αφοσίωση στο Θεό – Πειρασμός και
Απομάκρυνση – Επιστροφή στην αφοσίωση στο Θεό.
Αντίστοιχη πορεία με την ιστορία του πατέρα Σισώη έχει
και η ζωή του νεαρού ήρωα του διηγήματος, ο οποίος είχε την πρόθεση να
αφοσιωθεί στη λατρεία του Θεού, ακολουθώντας μοναστική ζωή, αλλά ερχόμενος
αντιμέτωπος με τον πειρασμό απομακρύνεται από τον αρχικό του σκοπό, χωρίς όμως
να κατορθώσει να επιστρέψει όπως έγινε με τον πατέρα Σισώη. Ανάμεσα δηλαδή στις
δύο ιστορίες υπάρχει μια πολύ βασική διαφορά, ενώ ο πάτερ Σισώης επιστρέφει στη
μοναστική ζωή και στην υπηρεσία του Θεού, ο νεαρός ήρωας έχοντας έρθει σ’ επαφή
με τον πειρασμό αισθάνεται πλέον ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη μοναστική ζωή
και μένει μακριά από την εκπλήρωση της αρχικής του επιθυμίας. Το σχήμα που
ακολουθεί η ζωή του νεαρού ήρωα είναι: Απόφαση να αφοσιωθεί στο Θεό – Πειρασμός
– Απομάκρυνση. Ο νεαρός ήρωας δεν θα κατορθώσει να επιστρέψει στην απόφασή του
να αφοσιωθεί στο Θεό, θυμίζοντάς μας την ιστορία του ίδιου του συγγραφέα, του
Παπαδιαμάντη, ο οποίος ενώ επιχείρησε να μονάσει στο Άγιο Όρος, συνειδητοποίησε
ότι δεν είναι ικανός να ζήσει μια ζωή τέτοιας αφοσίωσης.
3) Πώς περιγράφεται η Μοσχούλα
και με ποιους εκφραστικούς τρόπους προβάλλεται η ομορφιά της;
Ὁ
κὺρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιὰν τὸ
τσιμποῦκι του, τὸ κομβολόγι του, τὸ σκαλιστήρι του καὶ
τὴν ἀνεψιάν
του τὴν Μοσχούλαν. Ἡ παιδίσκη θὰ
ἦτον ὡς
δυὸ ἔτη
νεωτέρα ἐμοῦ. Μικρὴ ἐπήδα ἀπὸ βράχον εἰς
βράχον, ἔτρεχεν ἀπὸ
κολπίσκον εἰς κολπίσκον, κάτω εἰς τὸν
αἰγιαλόν, ἔβγαζε κοχύλια κ᾿ ἐκυνηγοῦσε
τὰ καβούρια. Ἦτον θερμόαιμος καὶ
ἀνήσυχος ὡς πτηνὸν τοῦ αἰγιαλοῦ. Ἦτον
ὡραία μελαχροινή, κ᾿ ἐνθύμιζε
τὴν νύμφην τοῦ Ἄσματος τὴν ἡλιοκαυμένην,
τὴν ὁποίαν
οἱ υἱοὶ τῆς
μητρός της εἶχαν βάλει νὰ φυλάῃ
τ᾿ ἀμπέλια·
«Ἰδοὺ
εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ
καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί...». Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν
ὑπὸ
τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως
λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της. Ἦτον ὠχρά, ροδίνη,
χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ ἐφαίνετο
νὰ ὁμοιάζῃ μὲ
τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποία
ἐγὼ
εἶχα ὀνομάσει
Μοσχούλαν.
Ο νεαρός αφηγητής αναφέρει ότι η
Μοσχούλα ήταν μελαχρινή, γεγονός που του θυμίζει τη μαυρισμένη από τον ήλιο
ηρωίδα από το Άσμα των Ασμάτων, από το οποίο αντλεί και το σύντομο στίχο: ἰδοὺ
εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ
καλή, ὀφθαλμοί σου περιστεραί. (Πόσο
όμορφη είσαι, αγαπημένη μου, πόσο όμορφη είσαι, τα μάτια σου σαν περιστέρια…)
Το Άσμα των Ασμάτων είναι ένα
ιδιαιτέρως ερωτικό κείμενο το οποίο συμπεριλήφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, καθώς
οι αλληγορικές του προεκτάσεις έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα. Από την εισαγωγή
του Άσματος ο συγγραφέας αντλεί τα στοιχεία για την «ηλιοκαυμένη» ηρωίδα:
«μέλαινά εἰμι ἐγὼ
καὶ καλή, θυγατέρες ῾Ιερουσαλήμ, ὡς σκηνώματα Κηδάρ, ὡς
δέρρεις Σαλωμών. μὴ βλέψητέ με ὅτι ἐγώ
εἰμι μεμελανωμένη, ὅτι παρέβλεψέ με ὁ ἥλιος· υἱοὶ
μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί,
ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν· ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ
ἐφύλαξα.» (Είμαι μελαχρινή και
όμορφη, κόρες της Ιερουσαλήμ, σαν τις σκηνές του Κηδάρ, σαν τα υφάσματα του
Σολόμωντα. Μη με κοιτάτε που είμαι μαυρισμένη, γιατί με είδε άσχημα ο ήλιος. Οι
γιοι της μητέρας μου με μάλωσαν και μ’ έβαλαν να φυλάω τα αμπέλια, τα αμπέλια
δεν θα τα φύλαγα από μόνη μου.)
Η Μοσχούλα ήταν δεκαέξι χρονών και όταν ήταν μικρή της
άρεσε να τρέχει και να πηδά από βράχο σε βράχο και από κολπίσκο σε κολπίσκο,
μαζεύοντας κοχύλια και καβούρια. Όπως ήταν ζωηρή, είχε τη συνήθεια να τρέχει
έξω στον ήλιο κι είχε μαυρίσει, αλλά ο λαιμός της που προστατεύεται από τα
ρούχα ήταν κατά πολύ λευκότερος από το πρόσωπό της, έτσι τουλάχιστον όπως
διακρινόταν κάτω από το ύφασμα του ρούχου της. Η Μοσχούλα φαινόταν στον ήρωα –
αφηγητή παράλληλα ωχρή (το υποκίτρινο χρώμα που έχουν οι άνθρωποι όταν είναι
άρρωστοι ή πολύ τρομαγμένοι) και ρόδινη (χρώμα ροζ, τριανταφυλλί), αντίθεση που
εξηγείται από την αίσθηση που είχε ο ήρωας ότι το πρόσωπό της έλαμπε (ἦτον χρυσαυγίζουσα), είχε δηλαδή τη λάμψη
και το χρώμα που αποκτά ο ουρανός την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος. Η κοπέλα,
επιπλέον, έμοιαζε -σύμφωνα με τον ήρωα- με μια μικρόσωμη, λεπτοκαμωμένη κατσίκα
που είχε γυαλιστερό τρίχωμα και την οποία ο ήρωας είχε ονομάσει για το λόγο
αυτό Μοσχούλα.
Για να παρουσιάσει την ομορφιά της Μοσχούλας ο
αφηγητής, μας παραπέμπει αφενός στο Άσμα των Ασμάτων, παρομοιάζοντας τη Μοσχούλα
με την ηρωίδα του Άσματος και αφετέρου χρησιμοποιεί αρκετά επίθετα αλλά και
σχήματα λόγου. Η Μοσχούλα ήταν: ὡραία
μελαχροινή, επίσης ὠχρά, ροδίνη και
χρυσαυγίζουσα. Ήταν θερμόαιμος (μεταφορά) και ἀνήσυχος
ὡς πτηνὸν τοῦ αἰγιαλοῦ
(παρομοίωση). Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε
καὶ ὑπέφωσκεν:
(μεταφορική χρήση των ρημάτων). «μοῦ
ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζῃ μὲ
τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα»:
Ο αφηγητής συσχετίζει την κοπέλα με την κατσίκα χρησιμοποιώντας μια ακόμη
παρομοίωση.
4) Σε ποια σημεία του κειμένου
διακρίνετε το χιούμορ και τη λεπτή ειρωνεία που χαρακτηρίζουν το συγγραφέα -
αφηγητή;
Η χιουμοριστική διάθεση του
Παπαδιαμάντη είναι εμφανής σε πολλά σημεία του διηγήματος, καθώς ο συγγραφέας
επιχειρεί να προσεγγίσει αφενός την ελαφρότητα και τη χαρούμενη διάθεση που χαρακτηρίζει
τον έφηβο αφηγητή κι αφετέρου την πικρία του ενήλικα αφηγητή, που έχει γευτεί
πια αρκετές απογοητεύσεις. Το χιούμορ και η ειρωνεία αποτελούν στοιχεία που
συμπληρώνουν την ηθοποιία στην αποτύπωση των ηρώων του Παπαδιαμάντη. Ο
συγγραφέας δεν υιοθετεί απλώς τη γλώσσα των ηρώων του, αλλά προσεγγίζει και την
ιδιαίτερη συναισθηματική διάθεσή τους κι επιχειρεί να τους αποδώσει έναν τρόπο
σκέψης και θέασης της πραγματικότητας που να ανταποκρίνεται στην ψυχοσύνθεσή
τους.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη αφηγηματική ενότητα μπορούμε να
διακρίνουμε μεταξύ άλλων τα εξής σημεία, όπου γίνεται εμφανές το χιούμορ και η
ειρωνεία του αφηγητή:
Ο ενήλικας – αφηγητής κλείνοντας
την εγκιβωτισμένη αφήγηση για τον πατέρα Σισώη, σχολιάζει: «Ἐκεῖ
ἔκλαυσε τὸ ἁμάρτημά του, τὸ ἔχον
γενναίαν ἀγαθοεργίαν ὡς ἐξόχως
ἐλαφρυντικὴν περίστασιν, καὶ
λέγουν ὅτι ἐσώθη.» Εδώ διακρίνουμε τη χιουμοριστική διάθεση του αφηγητή,
ο οποίος το γεγονός ότι ο πατέρας Σισώης παντρεύτηκε την νεαρή Τουρκάλα το
αναφέρει ως γενναία αγαθοεργία, που λειτουργεί μάλιστα ως εξόχως ελαφρυντική
περίσταση.
Ο ενήλικας – αφηγητής σχολιάζοντας την παρούσα
κατάστασή του μας λέει: «Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δὲν
ἔκαμα.», καθιστώντας εμφανή τη
διάθεσή του για αυτοσαρκασμό, αλλά και την πικρία που αισθάνεται που τον οδηγεί
άλλωστε να παρομοιάσει τον εαυτό του μ’ ένα σκύλο που είναι δεμένος με κοντό
σχοινί. «Καθὼς ὁ σκύλος, ὁ
δεμένος μὲ πολὺ κοντόν σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ αὐθέντου
του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γαυγίζῃ
οὔτε νὰ
δαγκάσῃ ἔξω ἀπὸ τὴν
ἀκτῖνα
καὶ τὸ
τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν
σχοινίον, παρομοίως κ᾿ ἐγὼ
δὲν δύναμαι οὔτε νὰ εἴπω, οὔτε
νὰ πράξω τίποτε περισσότερον πὰρ ὅσον
μου ἐπιτρέπει ἡ στενὴ
δικαιοδοσία, τὴν ὁποίαν ἔχω
εἰς τὸ
γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.»
Ο έφηβος – αφηγητής, μιλώντας για τη συνήθειά του να παίρνει
φρούτα από τα χωράφια και τα αμπέλια της περιοχής, αναφέρεται στους
ανταγωνιστές του, τους αγροφύλακες, οι οποίοι: «Αὐτοὶ πράγματι δὲν
μοῦ ἤθελαν
τὸ καλόν μου.» Σε αυτή την από
κοινού συνήθειά τους να κλέβουν από τα ξένα χωράφια, ο νεαρός θεωρεί ότι οι
αγροφύλακες ήθελαν το κακό του, γιατί επέλεγαν πάντοτε τα καλύτερα φρούτα για
τον εαυτό τους.
Ο έφηβος – αφηγητής αναφερόμενος στην περίεργη
εξαφάνιση της Μοσχούλας – κατσίκας, σχολιάζει ότι οι αετοί δεν καταδέχονταν να
κατεβαίνουν στα χαμηλότερα μέρη του νησιού, σκέφτεται όμως ότι: «Ἀλλὰ
δὲν μοῦ
ἐφαίνετο ὅλως παράδοξον ἢ ἀνήκουστον πρᾶγμα, ὁ ἀετὸς
νὰ κατῆλθεν
ἐκτάκτως, τρωθεῖς ἀπὸ τὰ
κάλλη τῆς Μοσχούλας, τῆς μικρᾶς
κατσίκας μου.» Ο αετός θα μπορούσε να έχει γοητευθεί ή να έχει πληγωθεί από τα
βέλη του έρωτα, λόγω της ομορφιάς της κατσίκας του και άρα εκτάκτως και παρά
της συνήθειάς του να κατέβηκε για να αρπάξει τη μικρή κατσίκα.
5) Ποιες πληροφορίες μας δίνει ο
αφηγητής για τον εαυτό του; Τι υπογραμμίζει ιδιαίτερα περιγράφοντας κάθε φάση
ηλικίας του (νεαρή και ώριμη);
Ο ενήλικας – αφηγητής
περιγράφοντας την κατάσταση της ζωής του όπως είχε πλέον διαμορφωθεί,
αναφέρεται με πικρία στους πολλαπλούς περιορισμούς που του έχουν τεθεί, καθώς
είναι υποχρεωμένος πλέον να κάνει μόνο ό, τι του επιτρέπει η δικαιοδοσία που
του παρέχει ο εργοδότης τους. Ο αφηγητής αισθάνεται απογοητευμένος από τη ζωή
του και τονίζει ότι παρά τις σπουδές του δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτε το
ιδιαίτερο. «Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δὲν
ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ
νὰ ἐργάζωμαι
ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ
γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις,
τὸν ὁποῖον μισῶ,
ἀγνοῶ
ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς
ἐπειδὴ
τὸν ἔχω
ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην.
Καὶ εἶμαι
περιωρισμένος καὶ ἀνεπιτήδειος, οὐδὲ δύναμαι νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν
θέσιν τὴν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ
δικηγόρου μου, θέσιν οἰονεὶ αὐλικοῦ. Καθὼς
ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μὲ πολὺ κοντόν σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ αὐθέντου
του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γαυγίζῃ
οὔτε νὰ
δαγκάσῃ ἔξω ἀπὸ τὴν
ἀκτῖνα
καὶ τὸ
τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν
σχοινίον, παρομοίως κ᾿ ἐγὼ
δὲν δύναμαι οὔτε νὰ εἴπω, οὔτε
νὰ πράξω τίποτε περισσότερον πὰρ ὅσον
μου ἐπιτρέπει ἡ στενὴ
δικαιοδοσία, τὴν ὁποίαν ἔχω
εἰς τὸ
γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.» Η ζωή του πλέον χαρακτηρίζεται από την
έλλειψη ελευθερίας και από τα πολύ αρνητικά συναισθήματα που έχει για τον
εργοδότη του, που τον έχει φέρει σε αυτή την κατάσταση περιορισμού. Ενδιαφέρον
είναι το γεγονός ότι ο ενήλικας – αφηγητής δεν μας δίνει στοιχεία για την
υπόλοιπη ζωή του στην Αθήνα, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι η καταπιεστική
δουλειά του απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του και του στερεί τη
δυνατότητα να βρει κάποια ουσιαστική ευχαρίστηση στη ζωή του.
«Ἤμην
ὡραῖος
ἔφηβος, κ᾿ ἔβλεπα τὸ πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαὲς
πρόσωπόν μου νὰ γυαλίζεται εἰς τὰ
ρυάκια καὶ τὰς βρύσεις, κ᾿ ἐγύμναζα τὸ
εὐλύγιστον, ὑψηλὸν ἀνάστημά μου ἀνὰ τοὺς βράχους καὶ τὰ βουνά.» Οι
περιγραφές του αφηγητή που αφορούν την εφηβική ηλικία του, έχουν τελείως
διαφορετική προσέγγιση καθώς ο αφηγητής μοιάζει να δίνει μεγαλύτερο βάρος στην
εξωτερική του εμφάνιση. Ο αφηγητής λέει πως ήταν ωραίος έφηβος με μαυρισμένο
από τον ήλιο και αρρενωπό πρόσωπο, ψηλό και ευλύγιστο σώμα, που του επέτρεπε να
κινείται με άνεση στους βράχους και τα βουνά. Ο αφηγητής είναι ιδιαίτερα
περήφανος για την όμορφη εμφάνισή του, η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά προς
το υπόλοιπο αίσθημα ευτυχίας που χαρακτηρίζει την εφηβεία του. Τα χρόνια της
νεότητας του αφηγητή υπήρξαν γεμάτα ελευθερία και ψυχική ευδαιμονία, καθώς
μπορούσε να απολαμβάνει την ομορφιά της φύσης του νησιού του, το οποίο μάλιστα
αισθανόταν ως τον προσωπικό του χώρο. «Ἤμην
ὡραῖος
ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ᾿ ἔβοσκα
τὰς αἶγας
τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
εἰς τὰ
ὄρη τὰ
παραθαλάσσια, τ᾿ ἀνερχόμενα ἀποτόμως
διὰ κρημνώδους ἀκτῆς,
ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καὶ
τοῦ πελάγους. Ὅλον τὸ
κατάμερον ἐκεῖνο, τὸ καλούμενον
Ξάρμενο, ἀπὸ τὰ πλοῖα τὰ
ὁποῖα
κατέπλεον ξάρμενα ἢ ξυλάρμενα, ἐξωθούμενα ἀπὸ τὰς
τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.» Ένας απλός βοσκός, χωρίς
πολλές γνώσεις, αλλά με τη μοναδική δυνατότητα να βρίσκεται σ’ ένα πανέμορφο
μέρος, όπου ήταν ελεύθερος να περιφέρεται και να το απολαμβάνει, χωρίς να έχει
κάποιον να του θέτει περιορισμούς.
«Τὸν
χειμῶνα ποὺ ἤρχισ᾿ εὐθὺς κατόπιν μ᾿
ἐπῆρε
πλησίον του ὁ γηραιὸς πάτερ Σισώης, ἢ Σισώνης, καθὼς τὸν ὠνόμαζον
οἱ χωρικοί μας, καὶ μ᾿
ἔμαθε γράμματα.»… «Ἀφοῦ
ἔμαθα τὰ πρῶτα γράμματα
πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην
ὡς ὑπότροφος
τῆς Μονῆς εἰς τινα κατ᾿ ἐπαρχίαν
ἱερατικὴν σχολήν, ὅπου
κατετάχθην ἀμέσως εἰς τὴν
ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς
τὴν ἐν
Ἀθήναις Ριζάρειον. Τέλος, ἀρχίσας τὰς
σπουδὰς μου σχεδὸν εἰκοσαετής,
ἐξῆλθα
τριακοντούτης ἀπὸ τὸ
Πανεπιστήμιον· ἐξῆλθα δικηγόρος μὲ δίπλωμα προλύτου...» Η τελευταία χρονιά που υπήρξε
ευτυχισμένος ο αφηγητής ήταν στα 18 του χρόνια, όταν ακόμη ήταν ένας απλός
βοσκός. Στη συνέχεια όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν προς το χειρότερο
καθώς ο πάτερ Σισώης τον πήρε για να του μάθει τα πρώτα γράμματα και στη
συνέχεια τον έστειλε να συνεχίσει τις σπουδές του. Από τη στιγμή της απόλυτης
ευδαιμονίας, μέχρι την παρούσα μόνιμη δυστυχία, εκείνο που μεσολάβησε ήταν η
διαδικασία της μόρφωσης του νεαρού, ο οποίος αισθάνεται ότι τελικά η ευθύνη για
τη σημερινή του δυστυχία βαρύνει τις σπουδές που έλαβε. Αν δεν είχε μπει στη
διαδικασία να σπουδάσει θα ήταν ακόμη ευτυχισμένος και σε πλήρη επαφή με τη
φύση του νησιού του, που τόση ευτυχία του είχε προσφέρει στο παρελθόν.
6) Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο
αφηγητής περιγράφει τόσο εκτενώς το κτήμα του κυρ - Μόσχου;
Ο έφηβος – αφηγητής δείχνει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κτήμα του κυρ Μόσχου καθώς εκεί μέσα βρίσκεται το αντικείμενο
του ερωτικού του ενδιαφέροντος και προφανώς ο νεαρός περνά πολύ καιρό γύρω από
αυτό το κτήμα, παρατηρώντας και θαυμάζοντας την αγαπημένη του. Είναι λογικό πως
αν ο μόνος ένοικος εκείνου του χώρου ήταν ο θείος της Μοσχούλας, ο αφηγητής
μπορεί να μην έμπαινε καν στη διαδικασία να αναφέρει το κτήμα αυτό. Από τη
στιγμή όμως που η κοπέλα που αγαπάει μένει εκεί, ο αφηγητής έχει σαφώς αυξημένο
ενδιαφέρον για το κτήμα.
Η εκτεταμένη και λεπτομερής
περιγραφή του κτήματος υποδεικνύει το ενδιαφέρον του νεαρού αφηγητή για τη
Μοσχούλα, ενώ παράλληλα τοποθετεί την κοπέλα σε εντελώς διαφορετική κοινωνική
θέση από αυτή που βρίσκεται ο νεαρός βοσκός. Η έκταση του κτήματος και το
μέγεθος της περιουσίας του κυρ Μόσχου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη φτωχική
διαβίωση του αφηγητή, ο οποίος πέρα από έναν ελάχιστο μισθό που λαμβάνει από τη
Μονή δεν έχει τίποτε άλλο δικό του. Η Μοσχούλα επομένως μοιάζει εντελώς
απρόσιτη για τον νεαρό, ο οποίος δεν έχει να της προσφέρει τίποτα που να
ανταποκρίνεται στο επίπεδο διαβίωσης που εκείνη έχει συνηθίσει. Ο αφηγητής,
επομένως, καθώς περιγράφει το μεγάλο κτήμα του θείου της αγαπημένης του,
προσμετρά παράλληλα και την τεράστια κοινωνική απόσταση που τον χωρίζει από την
κοπέλα.
Το κτήμα είναι μια σαφής ένδειξη
πλούτου, που σ’ ένα γενικό επίπεδο ανάγνωσης εγείρει θέματα κοινωνικής αδικίας
και προβληματισμού σχετικά με την άδικη διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά σ’
ένα πιο προσωπικό επίπεδο για τον ίδιο τον αφηγητή, αποτελεί ένα απροσπέλαστο
εμπόδιο για την κατάκτηση της αγαπημένης του. Ο νεαρός – αφηγητής είναι
υπερβολικά φτωχός για να μπορέσει να διεκδικήσει τη Μοσχούλα, γεγονός που
σημαίνει ότι από την αρχή κιόλας του διηγήματος, έστω και με έμμεσο τρόπο, ο
αφηγητής καθιστά σαφές ότι δεν επρόκειτο να αποκτήσει την κοπέλα που επιθυμούσε.
Η περιγραφή επομένως μας
αποκαλύπτει αφενός ότι ο νεαρός βοσκός περνά πολύ χρόνο κοντά στο κτήμα, για να
μπορεί να βλέπει την αγαπημένη του κι αφετέρου μας υποδεικνύει από την αρχή ότι
η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στο νεαρό αφηγητή και τη Μοσχούλα είναι τέτοια που
δεν επιτρέπει τη δημιουργία μιας βιώσιμης ερωτικής σχέσης.
7) Σε ποιο κοινωνικό πλαίσιο
τοποθετούνται τα δεδομένα της αφήγησης και ποιος κοινωνικός προβληματισμός
διαφαίνεται στις δύο πρώτες ενότητες; Να αναφερθείτε σε συγκεκριμένα χωρία.
Ο ήρωας – αφηγητής του διηγήματος
τόσο στην εφηβική όσο και στην ενήλικη ζωή του, βιώνει τη μεγάλη κοινωνική
διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους έχοντες οικονομική άνεση και τους μη έχοντες.
Η ενήλικη ζωή του τον βρίσκει υπάλληλο σ’ ένα δικηγορικό γραφείο να υπομένει
την καταπιεστική εργασία του και να μην έχει τα χρήματα που θα του επέτρεπαν να
ζει με μεγαλύτερη άνεση και ελευθερία. Η έλλειψη χρημάτων είναι ουσιαστικά η
αιτία που τον αναγκάζει να συνεχίζει καθημερινά να εργάζεται σ’ ένα χώρο που
τελικά μόνο δυστυχία του προκαλεί, καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να εγκαταλείψει
τη δουλειά του ώστε να αναζητήσει κάτι που θα του προσέφερε μεγαλύτερη
ευχαρίστηση. «Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δὲν
ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ
νὰ ἐργάζωμαι
ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ
γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις,
τὸν ὁποῖον μισῶ,
ἀγνοῶ
ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς
ἐπειδὴ
τὸν ἔχω
ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην.
Καὶ εἶμαι
περιωρισμένος καὶ ἀνεπιτήδειος, οὐδὲ δύναμαι νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν
θέσιν τὴν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ
δικηγόρου μου, θέσιν οἰονεὶ αὐλικοῦ.» Ο πλούσιος δικηγόρος και πολιτευτής
είναι αυτός που καθορίζει τα όρια στα οποία μπορεί να κινείται ο υπάλληλός του,
ο οποίος δεν έχει άλλη επιλογή από το να υπακούει και να ευχαριστεί τον
εργοδότη του. Ο ήρωας βέβαια του διηγήματος έχει γνωρίσει από νωρίς στη ζωή του
τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Όταν ήταν
έφηβος ακόμη στο νησί του, έβλεπε καθημερινά το τεράστιο κτήμα του Κυρ Μόσχου,
το οποίο ήταν χωρισμένο από το υπόλοιπο νησί μ’ έναν επιβλητικό περίβολο, ο
οποίος είχε στόχο να προστατεύει την απομόνωση του πλούσιου θείου της
Μοσχούλας. Τη στιγμή που τα κτήματα των υπόλοιπων κατοίκων του νησιού ήταν
εκτεθειμένα σε όλους τους περαστικούς, το κτήμα του Κυρ Μόσχου ήταν περιφραγμένο
κι έμοιαζε μ’ ένα χωριστό βασίλειο. «Ὁ
κὺρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει
περιουσίαν εἰς ἐπιχειρήσεις καὶ ταξίδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τὴν θέσιν ἐκείνην,
ἔπεισε μερικοὺς πτωχοὺς
γείτονας νὰ τοῦ πωλήσουν τοὺς ἀγρούς των, ἠγόρασεν οὕτως
ὀκτὼ
ἢ δέκα συνεχόμενα χωράφια, τὰ περιετείχισεν ὅλα ὁμοῦ, καὶ
ἀπετέλεσεν ἓν μέγα διὰ τὸν τόπον μας κτῆμα, μὲ πολλῶν ἑκατοντάδων
στρεμμάτων ἔκτασιν. Ὁ περίβολος διὰ νὰ κτισθῇ ἐστοίχισε
πολλά, ἴσως περισσότερα ἢ ὅσα
ἤξιζε τὸ κτῆμα· ἀλλὰ
δὲν τὸν
ἔμελλε δι᾿ αὐτὰ τὸν
κὺρ Μόσχον θέλοντα νὰ ἔχῃ χωριστὸν
οἰονεὶ
βασίλειον δι᾿ ἐαυτὸν
καὶ διὰ
τὴν ἀνεψιάν
του.» Από τη μία έχουμε το νεαρό – αφηγητή που για να ζήσει κλέβει φρούτα από
τα γύρω χωράφια και περιορίζεται στα ελάχιστα χρήματα που του δίνει η Ιερά Μονή
του Ευαγγελισμού για τις υπηρεσίες του, κι από την άλλη έχουμε τον Κυρ Μόσχο
που έχει αρκετά χρήματα για να περιφράξει με τεράστια έκταση και να χτίσει ένα
μικρό πύργο για τον ίδιο και την ανιψιά του.
Ο Παπαδιαμάντης καταγράφει την
κατάσταση που επικρατεί, την κοινωνία που είναι χωρισμένη σε έχοντες και μη
έχοντες, και αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί γιατί θα πρέπει να επικρατεί
μια τέτοια παράλογη διάκριση μεταξύ των ανθρώπων. Ο συγγραφέας που έζησε με
πολλές στερήσεις, έχει έρθει πολλές φορές αντιμέτωπος με την αδικία που επικρατεί
στην κοινωνία μας, γι’ αυτό και στο διήγημά του φροντίζει να αναδείξει την
κατάσταση αυτή. Φυσικά, ο συγγραφέας γνωρίζει ότι η κατάσταση αυτή είναι
παγιωμένη και υπάρχει διαχρονικά στην κοινωνία, οπότε δεν περιμένει να αλλάξει
κάτι αλλά δεν παύει να είναι θεμιτή η σκέψη πως ίσως κάποτε οι άνθρωποι πάψουν
να στέκουν αδιάφοροι απέναντι στον προφανή αυτό παραλογισμό και φροντίσουν να
εξαλείψουν τις τόσο μεγάλες διαφορές μεταξύ πλουσίων και φτωχών.
8) Πώς βλέπει ο αφηγητής την
«παρούσα» κατάστασή του και ποια ψυχική διάθεση του δημιουργεί η κατάσταση
αυτή; Ποια είναι τα βαθύτερα αίτιά της; Γιατί ο αφηγητής παρομοιάζει τον εαυτό
του με «σκύλο δεμένο»;
Ο αφηγητής περιγράφοντας την πορεία της ζωής του μας
αναφέρει ότι στα 19 του ξεκίνησε να μαθαίνει τα πρώτα γράμματα και στα 30 του
ολοκλήρωσε τις σπουδές του, έχοντας γίνει πλέον δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου
(δηλαδή απλού πτυχιούχου, που θα πρέπει να κάνει την άσκησή του σε κάποιον
δικηγόρο). Τη στιγμή που μας δίνει την αφήγησή του εργάζεται ακόμη στο γραφείο
ενός μεγάλου δικηγόρου, χωρίς να έχει κατορθώσει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Τα
οικονομικά του είναι περιορισμένα και δεν έχει τη δυνατότητα να πράττει
ελεύθερα ό,τι επιθυμεί, καθώς είναι υποχρεωμένος να κινείται στα στενά πλαίσια
που του ορίζει η δικαιοδοσία που του παρέχει ο εργοδότης του. Η ζωή αυτή είναι
αφόρητη για τον αφηγητή του διηγήματος, καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη
ζωή που είχε μάθει και αγαπούσε όταν ήταν ακόμη νέος. Ο αφηγητής στα εφηβικά
του χρόνια ζούσε στο νησί του και είχε την ελευθερία να πηγαίνει όπου θέλει,
απολαμβάνοντας την όμορφή φύση. Είχε μάθει να ζει σε διαρκή επαφή με το φυσικό
περιβάλλον, χωρίς να φορτώνει τη σκέψη του με περιττές ανησυχίες και ανούσιες
ενασχολήσεις. Είχε μάθει να αφήνεται στην ομορφιά και τη γαλήνη της φύσης και
να αισθάνεται την ευδαιμονία εκείνη που μόνο η αρμονική συνύπαρξη με τη φύση
μπορεί να προσφέρει. Τώρα, όμως, ήταν υποχρεωμένος να μένει κλεισμένος σ’ ένα
γραφείο όλη τη μέρα ασχολούμενος με μια εργασία που του φαινόταν αδιάφορη και
του προκαλούσε δυστυχία. Είχε χάσει την ελευθερία που είχε στο νησί του κι
ένιωθε εγκλωβισμένος, όπως ένας σκύλος που είναι δεμένος μ’ ένα κοντό σκοινί
που τον κρατά διαρκώς περιορισμένο.
Η δυστυχία του αφηγητή οφείλεται σαφώς στην απώλεια
της ελευθερίας του, αλλά και στην απομάκρυνση από το αγαπημένο του φυσικό
περιβάλλον. Από τη στιγμή που είχε μάθει να ζει με πλήρη ελευθερία στα βουνά
και στις ακτές του νησιού του, η ζωή μέσα σ’ ένα γραφείο δεν μπορεί παρά να
μοιάζει με απάνθρωπη φυλακή. Ο αφηγητής, επομένως, νιώθει εγκλωβισμένος στο
γραφείο του δικηγόρου για τον οποίον εργάζεται κι επιπλέον, επειδή είναι ένας
απλός υπάλληλος και δεν έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι ο ίδιος επιθυμεί,
αισθάνεται σαν δεμένος σκύλος που έχει μόνο τόση ελευθερία όση του παρέχει το αφεντικό
του.
Η αίσθηση αυτή του αφηγητή ότι η ζωή μέσα στο γραφείο και
μακριά από την ελευθερία της φύσης, είναι ανυπόφορη, έχει αποδοθεί με ιδιαίτερη
ένταση σε πολλά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος βίωνε τη ζωή του
υπαλλήλου ως αδιάκοπο μαρτύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου