Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Το αμάρτημα της μητρός μου ανάλυση

 
Γ. Βιζυηνός

Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε το 1849 και πέθανε το 1896. Το πραγματικό όνομα του συγγραφέα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης, και πήρε το ψευδώνυμό του άπο τον τόπο καταγωγής του, τη Βιζύη. Σε ηλικία δέκα ετών πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει τη ραφτική τέχνη. Δύο χρόνια μετά πήγε στην Κύπρο και μπήκε στην υπηρεσία του μητροπολίτη. Το 1872 πήγε στη σχολή της Χάλκης με υποτροφία, κι εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1873, γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία. Το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» το έγραψε όσο ήταν στο Παρίσι, ένα χρόνο μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα της φιλοσοφίας. Ο Βιζυηνός θεωρείται ο πατέρας του νεοελληνικού διηγήματος. Τα θέματά του αντλούνται από οικογενειακές αναμνήσεις και από τις παραδόσεις του τόπου του.
Η ταυτότητα του κειμένου
Αφήγηση: (δύο αφηγητές) πρωτοπρόσωπη- υποδεικνύει την προσωπική μαρτυρία, με εσωτερική εστίαση (αποκαλύπτεται δηλαδή μόνο ό,τι γνωρίζει ο αφηγητής)
Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός
Γλώσσα: καθαρεύουσα στην αφήγηση και δημοτική στους διαλόγους
Ανάλυση του κειμένου
Α΄ ενότητα: «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν… και εκράτησεν μόνον εμέ πλησίον της»
Ο τίτλος του κειμένου έχει τη μορφή αινίγματος. Με τον τρόπο αυτό υποβάλλεται η προσδοκία της απάντησης σε μια ερώτηση καθώς σκοπός της αφήγησης είναι η ανακάλυψη ενός μυστηρίου. Η άγνοια του αναγνώστη εντείνει το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη της αφήγησης.
Ήδη από την αρχή του διηγήματος ο αφηγητής περιγράφει με παραδείγματα από την καθημερινή ζωή την ιδιαίτερη στοργή που έδειχνε η χήρα μητέρα του προς την μοναδική κόρη της οικογένειας.
Ο ίδιος όμως εξηγεί ότι η αδυναμία της μητέρας προς το κορίτσι δεν ήταν προϊόν διακρίσεων από την πλευρά της μητέρας, αλλά δικαιολογημένη από τις αντικειμενικές συνθήκες, δηλαδή από το γεγονός ότι η Αννιώ ήταν η μοναχοκόρη της οικογένειας και μάλιστα με προβλήματα υγείας («καχεκτική και φιλάσθενος»). Η μακροχρόνια αρρώστια της Αννιώς και η συνεχής επιδείνωση της υγείας της αποτελεί και το βασικό αφηγηματικό μοτίβο μέσα από το οποίο εξελίσσεται η υπόθεση και διαγράφονται καθαρότερα οι χαρακτήρες.
Παράλληλα, περιγράφεται κι ο χαρακτήρας της Αννιώς. Καλόβουλη, με εξαίρετο ήθος, καλοσυνάτη, αγαπά υπερβολικά όλα τα αδέλφια της. Η προσήλωση της μητέρας και την αδερφών της σ’αυτήν, αντί να καλλιεργήσει εγωιστικές τάσεις, την κάνει πιο φιλική απέναντιι σε όλους. Η τρυφερότητα και η αγάπη προς τα αδέρφια της εκδηλώνεται έμπρακτα όταν τους μοιράζει κρυφά από τη μητέρα της
τα «αρρωστικά» που της έφερναν οι επισκέπτες, αλλά κι όταν αρνείται στη εκκλησία να κάνει διακρίσεις στα αδέρφια της. Η στάση της Αννιώς δείχνει έναν άνθρωπο που με πρόωρη ωριμότητα ξέρει να διαχειρίζεται την αγάπη της ομοιόμορφα και δίκαια. Αντίθετα, η αδυναμία της μητέρας στη μοναχοκόρη της την οδηγούσε σε διακρίσεις και άδικες συμπεριφορές απέναντι στα άλλα παιδιά της.

Β΄ ενότητα: «Ενθυμούμαι ακόμη… εγλύτωσεν από τα βάσανά του»
Η αγωνία της μητέρας για την κατάσταση της υγείας της Αννιώς την οδηγεί στην εκκλησία, όπου εγκαθίσταται μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον Γιωργή περιμένοντας να γίνει κάποιο θαύμα. Το κεντρικό γεγονός της αφήγησης σε αυτήν την ενότητα είναι η περιγραφή της εφιαλτικής νύχτας στην εκκλησία. Η εκκλησία, όπως και κάθε κλειστός χώρος, στη συνείδηση του αφηγητή είναι χώρος μυστηρίου και δυσάρεστων γεγονότων. Η υποβλητική ατμόσφαιρα του ναού προκαλεί στον αφηγητή δέος και φόβο, και τον προετοιμάζει για δυσάρεστες εξελίξεις. Ο φόβος του πρωταγωνιστή εντείνεται ακόμηπερισσότερο όταν ακούει την προσευχή της μητέρας του, η οποία δηλώνει διατεθειμένη να προσφέρει τη ζωή του Γιωργή σαν θυσία στο Θεό με αντάλλαγμα την επιβίωση της Αννιώς. Από τη στιγμή εκείνη πανικοβάλλεται, και βιώνει μια εσωτερική σύγκρουση, αλλά και μια σύγκρουση με την ίδια τη μητέρα του. Παρά τις συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για τη αδελφή του, που αποκαλύπτουν την ενοχοποιημένη του συνείδηση, δεν αποφεύγει να εκφράσει την ίδια στιγμή το απερίφραστο παράπονό του για τη μητέρα του. Το ψυχικό σοκ που βιώνει, η απειλή της ζωής του, η απόρριψη της μητέρας του, ανατρέπουν μέσα του τη βεβαιότητα της μητρικής αγάπης.

Γ΄ ενότητα: «Πολλοί είχον κατηγορήσει τη μητέρα μου… καιαπηρχόμην εις τα ξένα»
Μετά το θάνατο της Αννιώς η μητέρα αντιδρά παθητικά, όταν όμως διαπιστώνει πως έχουν έντονο οικονομικό πρόβλημα συνέρχεται και ρίχνεται στον αγώνα για τη συντήρηση των παιδιών της. Παράλληλα νιώθει την ανάγκη να αναπληρώσει το κενό της χαμένης κόρης της. Για το λόγο αυτό προχωρά σε υιοθεσία ενός άλλου κοριτσιού. Τα αγόρια της οικογένειας φαίνονται να έχουν θετική στάση απέναντι στην απόφαση της μητέρας, αφού μετέχουν στο εθιμικό της υιοθεσίας χαρούμενοι. Στη συνέχεια, όταν εκδηλώνεται η υπερβολική προσήλωση της μητέρας στην υιοθετημένη κόρη και η παράλληλη αδιαφορία γι’ αυτούς, η στάση τους γίνεται αρνητική.Στενοχωρούνται, δυσανασχετούν, και ανακουφίζονται όταν
παντρεύεται και φεύγει. Η ανωνυμία αυτού του κοριτσιού δεν είναι τυχαία, αλλά εκφράζει τα αρνητικά συναισθήματα του αφηγητή προς την κοπέλα. Μετά το γάμο της υιοθετημένης κόρης η μητέρα αποφασίζει να υιοθετήσει άλλο ένα κορίτσι. Στην περίπτωση της δεύτερης υιοθεσίας η αγανάκτηση και η αρνητική στάση των αγοριών εκφράζεται πλέον ανοιχτά και άμεσα. Η μητέρα όμως, θυμάται την υπόσχεση που της είχε δώσει ο Γιωργής πριν φύγει για την ξενιτιά, ότι θα τη βοηθήσει με την ανατροφή της υιοθετημένης κόρης, και βασίζεται στην υπόσχεση αυτή.
Η λειτουργία του περιστατικού της σωτηρίας του αφηγητή από τη μητέρα του στο ποτάμι είναι καταλυτική, καθώς προετοιμάζει το έδαφος για την οριστική αποκατάσταση των σχέσεων μητέρας-αφηγητή, ο οποίος αρχίζει να αποκαθιστά τη βεβαιότητα για τα αισθήματα αγάπης της μητέρας του. Το κλίμα αρχίζει να γίνεται ευχάριστο και σταδιακά η ατμόσφαιρα αποφορτίζεται.

Δ΄ ενότητα: «Η μήτηρ βεβαίως… αλλ’ ισχυρού τινός φόβου»
Η ενότητα αυτή αρχίζει με μια αναδρομική αφήγηση. Η αναδρομή αυτή λειτουργεί ως στοιχείο πλοκής, καθώς στη βάση αυτής της υπόσχεσης ο αφηγητής θα αναγκαστεί να συγκρουστεί με την μητέρα του για την υιοθετημένη κόρη. Η σύγκρουση αυτή δικαιολογείται από την άγνοια του αφηγητή για τα κίνητρα της μητέρας του.
Η μητέρα είναι φορτισμένη μετά την άρνηση της συνδρομής των παιδιών της για την ανατροφή της υιοθετημένης κόρης. Μόνο στήριγμά της είναι πλέον ο Γιωργής. Αγωνιά κι αδημονεί να μάθει γι’ αυτόν, καθώς προσβλέπει στην βοήθειά του. Οι εκδηλώσεις έκπληξης και αγωνίας από την πλευρά της μητέρας αποδεικνύουν όμως και την αγάπη της για τον Γιωργή, γεγονός που θα καταστήσει εντονότερη την σύγκρουσή τους. Παράλληλα αποκαλύπτεται η προσπάθεια της μητέρας να υπερασπιστεί το κύρος και την τιμή της οικογένειάς της, αφού εξεγείρεται προς όσους διαδίδουν αρνητικές φήμες για τον γιο της. Αντίστοιχα, η έκπληξη του Γιωργή μετά τον ερχομό του για την εικόνα της υιοθετημένης κόρης, εξυπηρετεί κι αυτή στην ένταση της σύγκρουσης με τη μητέρα.
Η Κατερινιώ προκαλεί αντιπάθεια κι απογοήτευση στον αφηγητή, καθώς δεν διαθέτει τις αρετές που θα επιθυμούσε ο ίδιος. Κατά τα πρότυπά του, η ιδανική αδερφή θα έπρεπε να έχει χαρούμενη, όμορφη και κομψή όψη, να έχει καλοσυνάτο χαρακτήρα, ανεπτυγμένο πνεύμα, καλλιεργημένο εσωτερικό κόσμο, και κυρίως να διαθέτει την ικανότητα να παρηγορεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ωστόσο, η μητέρα θεωρεί την Κατερινώ «δικό της παιδί» γιατί το πήρε όταν ήταν βρέφος, προσποιήθηκε ότι το θήλαζε, και το κοίμιζε στην κούνια των παιδιών της. Όμως όλα τα επιχειρήματά της είναι προσπάθειες να κατευνάσει την ενοχή της.
Πρέπει να πιστέψει και η ίδια ότι είναι δικό της, μήπως και μπορέσει να εξιλεωθεί μέσω της ανατροφής του. Μάλιστα θεωρεί δοκιμασία από το Θεό το γεγονός ότι το παιδί που υιοθέτησε είναι «ανάξιο».
Θέλει να πιστεύει ότι μέσα από αυτήν τη δοκιμασία θα έρθει η εξιλέωσή της και θα ησυχάσει η συνείδησή της. Το αδιέξοδο αυτής της σύγκρουσης θα οδηγήσει τη μητέρα στο να εκμυστηρευτεί στο Γιωργή το «αμάρτημά» της.

Ε΄ ενότητα: «Η μήτηρ μου εκρέμασε τη κεφαλήν… και εγώ εσιώπησα»
Στην τελευταία ενότητα του διηγήματος κεντρικό ρόλο έχει η εγκιβωτισμένη αφήγηση, δηλαδή η αφήγηση της μητέρας που παρεμβάλλεται μέσα στην αφήγηση του Γιωργή. Η αφήγηση αυτή εξηγεί λεπτομερώς τα γεγονότα της μοιραίας νύχτας, όπου η μητέρα του Γιωργή καταπλάκωσε άθελά της την ώρα που κοιμόταν ένα άλλο κοριτσάκι που είχε αποκτήσει στο παρελθόν. Μετά από αυτή την αποκάλυψη, ο Γιωργής μπορεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τη γενικότερη συμπεριφορά της μητέρας του και κυρίως την εμμονή της για τα κορίτσια. Έτσι το αίνιγμα λύνεται και για τον Γιωργή και για τον αναγνώστη, και το δράμα αποκαλύπτεται σε όλη του τη διάσταση. Η δομή του διηγήματος λειτουργεί κυκλικά, αφού το τέλος λύνει το αίνιμα που τέθηκε στην αρχή με τον τίτλο.
Η μητέρα είναι αυτή που αποκαλύπτει και τα πραγματικά συναισθήματα του μικρού Γιωργή για την αδερφή του. Ζήλευε την Αννιώ και ενδεχομένως απέδιδε σ’ αυτην μέρος της ευθύνης για τη μεροληπτική στάση της μητέρας του. Ο ίδιος αποκρύπτει τις πραγματικές σκέψεις του για την Αννιώ, κάτι το οποίο συνιστά μάλλον ένα είδος μετάνοιας από την πλευρά του ώριμου αφηγητή, ο οποίος νιώθει τύψεις για τα παρελθοντικά του συναισθήματα.
Για τη μητέρα, η ποιότητα της αμαρτίας δεν καθορίζεται από τη γνώση της από τρίτους. Είναι θέμα βαθιά προσωπικό. Η απόκρυψή της δεν φέρνει ανακούφιση. Το τίμημα θα πληρωθεί από την ψυχή της. Το μέγεθος της αμαρτίας και το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει ορίζεται από τον αυστηρότερο κριτή, την ίδα της τη συνείδηση. Η μητέρα του Γιωργή δείχνει με τη στάση της ότι φέρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός τραγικού προσώπου.
Η σιωπή στο τέλος του διηγήματος υποδηλώνει ότι η απόπειρα κάθαρσης υπήρξε ατελέσφορη. Η αποδοχή αυτή δεν αφορά μόνο την ενοχή της μητέρας (επειδή σκότωσε κατά λάθος την πρώτη κόρη κι επειδή, τιμωρώντας την ο Θεός γι’ αυτήν την αμαρτία, αφαίρεσε τη ζωή και της δεύτερης κόρης) αλλά και την ενοχή του Γιωργή (επειδή δεν υποκατέστησε την Αννιώ στο θάνατό της, αλλά και λόγω της στάσης του απέναντι στη μητέρα του, λόγω της αδυναμίας του να ανακουφίσει τον πόνο της). Η σιωπή κλείνει το διήγημα κι ανοίγει μέσα του έναν νέο κύκλο δράματος.

Γενικές παρατηρήσεις
Το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό «ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος», καθώς ο Βιζυηνός, έχοντας σπουδάσει ψυχολογία, διεισδύει στα μύχια της ψυχής των ηρώων του, αναλύει σε βάθος τους χαρακτήρες τους, αποδίδει τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους και τα συναισθήματά τους, τις εσωτερικές συγκρούσεις του καθενός. Ταυτόχρονα, αντλεί από την θρακική καταγωγή του το ηθογραφικό υπόστρωμα του διηγήματός του. Έτσι, βασίζεται σε αυθεντικά πρόσωπα, όπως αυτά του χωριού του και ειδικότερα της οικογένειάς του. Βέβαια, τα ηθογραφικά στοιχεία δεν δίνονται απλώς σαν μια καταγραφή πληροφοριών. Ο Βιζυηνός εντοπίζει όλα τα δραματικά στοιχεία των καταστάσεων και μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον γίνεται η ψυχογράφηση των χαρακτήρων. Οι ήρωες δεν είναι άτομα μοναχικά, αντικοινωνικά. Αντίθετα, βρίσκονται σε στενή επαφή με τον περίγυρό τους. Ιδίως οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται σφαιρικοί, με πολυσύνθετη ψυχοσύνθεση και περίπλοκα κίνητρα στις πράξεις τους. Έχει ο καθένας από αυτούς τις δικές του ατομικές ιδιαιτερότητες, κι είναι τόσο δύσκολο να περιγραφούν όπως ακριβώς ένας ζωντανός άνθρωπος.
Ο χαρακτήρας του κειμένου είναι αυτοβιογραφικός, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του κειμένου. Πιο συγκεκριμένα, το όνομα του αφηγητή ταυτίζεται με το όνομα του συγγραφέα, τα ονόματα των μελών της οικογένειας του διηγήματος είναι τα ίδια με τα ονόματα των μελών της οικογένειας του Βιζυηνού, και ο τόπος αφήγησης, όπως και η Πόλη, συμπίπτουν με την πραγματική πατρίδα αλλά και τα ταξίδια του αφηγητή.
Ο Βιζυηνός δεν βασίζεται στην περιγραφή μιας αναμφισβήτητης και μοναδικής πραγματικότητας. Κάθε ήρωας, παρουσιάζει τη δική του πραγματικότητα, ανάλογα με την οπτική γωνία που προσεγγίζει τα γεγονότα, στοιχείο που προσδίδει πιο έντονη δραματικότητα στο έργο και στα πρόσωπα.
Στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Βιζυηνός αποτυπώνονται στοιχεία του γλωσσικού ιδιώματος της Θράκης (κυρίως στα διαλογικά μέρη), αλλά και η φαναριώτικη παιδεία του συγγραφέα (κυρίως στη λόγια γλώσσα της αφήγησης). Αυτή η ιδιότυπη διγλωσσία συνιστά στοιχείο ρεαλισμού και αληθοφάνειας των χαρακτήρων.
Τα θέματα του κείμένου είναι δύο: το συναίσθημα ενοχής της μητέρας και η επιβεβαίωση της μητρικής αγάπης για τον αφηγητή.
Αντίστοιχα, δύο είναι και οι στόχοι: η μητέρα ζητά τον εξαγνισμό κι ο γιος τη μητρική στοργή. Οι στόχοι των δύο πρωταγωνιστών είναι διαφορετικοί, αλλά αναπτύσσονται παράλληλα κι αυτοπροσδιορίζονται. Αρχικά, ο στόχος του γιού εξερτάται από το στόχο της μητέρας. Όσο η μητέρα αποτυγχάνει τόσο κι ο γιός δεν πετυχαίνει το στόχο του. Γι’ αυτό στο τέλος προσπαθεί να τη βοηθήσει, για να πραγματοποιήσει με τον τρόπο αυτό και το δικό του στόχο.
Εξετάζοντας τα θέματα που πραγματεύεται το έργο του Βιζυηνού ως τις ιστορίες δύο ανθρώπων, εκ των οποίων ο ένας βασανίζεται από ένα συναίσθημα ενοχής και δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτό, κι ο άλλος αποζητά την αγάπη, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ένα έργο με πανανθρώπινα και διαχρονικά χαρακτηριστικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου